- γεμώζω
- βλ. γεμίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γεμίζω — και γιομίζω και γιομώζω και γιομώνω (AM γεμίζω, Μ και γεμώζω και γεμώνω) 1. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή φορτώνω κάτι έτσι, ώστε να μη μένει καθόλου κενό («γεμίζω το ποτήρι κρασί», «σποδοῡ γεμίζων λέβητας») 2. τρώω πολύ, χορταίνω (α. «τή… … Dictionary of Greek
γεμιστός — ή, ό (AM γεμιστός, ή, όν, Μ και γεμωστός) ο γεμάτος, ο πλήρης νεοελλ. (για φαγητά) αυτός που τόν έχουν παρασκευάσει με γέμιση. [ΕΤΥΜΟΛ. γεμιστός < γεμίζω μσν. γεμωστός < γεμώζω (βλ. γεμίζω)] … Dictionary of Greek
γομώζω — (Μ) 1. γεμίζω, είμαι γεμάτος από κάτι 2. συμπληρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γομώ με επίδραση τού γεμώζω] … Dictionary of Greek